- Ἑλλάνιος
- Ἑλλά̱νιος , Ἑλλάνιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑλλανίας — Ἑλλᾱνίᾱς , Ἑλλάνιος fem acc pl Ἑλλᾱνίᾱς , Ἑλλάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλήνιος — ἑλλήνιος, α, ον και δωρ. τ. ἑλλάνιος (Α) 1. ελληνικός («Δία τε ἑλλάνιον αἰδεσθέντες», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλλήνιον ναός τών Ελλήνων στη Ναύκρατη τής Αιγύπτου 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑλλανία η Ελλάδα … Dictionary of Greek
Ἑλλανίαν — Ἑλλᾱνίᾱν , Ἑλλάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλανίου — Ἑλλᾱνίου , Ἑλλάνιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλάνιε — Ἑλλά̱νιε , Ἑλλάνιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)